σανιδένιος, -ια, -ιο

σανιδένιος, -ια, -ιο
φτιαγμένος από σανίδες: Σανιδένια σκεπή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σανιδένιος — ια, ιο, Ν κατασκευασμένος από σανίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος, χρυσαφ ένιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”